Η ρουλέτα, που είναι η γαλλική λέξη για τη φράση 'μικρός τροχός', αναπτύχθηκε αρχικά στη Γαλλία. Πριν από τον σχεδιασμό του περιστρεφόμενου τροχού ακριβείας που διακρίνει τη ρουλέτα, παίζονταν άλλα παιχνίδια με παρόμοιους κανόνες και πληρωμές με τους αριθμούς να επιλέγονται από έναν σάκο ή παίζοντας χαρτιά. Στην Ιταλία, αυτά τα παιχνίδια ονομάζοντανbiribi (περιγράφεται από τον Καζανόβα στα απομνημονεύματά του) και hoca. Στην Αγγλία, ονομαζόταν rowlet, roly poly και ace of hearts.
Ιστορία της ρουλέτας: Πρώιμα χρόνια
Ο Γάλλος μαθηματικός και εφευρέτης Blaise Pascal (εφευρέτης της σειρήνας, της υδραυλικής πίεσης και της αριθμομηχανής) μπορεί να ήταν ο πρωτοπόρος του παιχνιδιού της ρουλέτας στα μέσα του 17ου αιώνα. Η αλληλογραφία του με τον Pierre deFermat (που ανέπτυξε το λογισμό) οδήγησε στην ανάπτυξη της θεωρίας των πιθανοτήτων. Η δουλειά τους ξεκίνησε ως η απάντηση σε μια ερώτηση σχετικά με ένα παιχνίδι με ζάρια που τέθηκε από τον Chevalier de Mere. Ο Pascal πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του προσπαθώντας να εφευρέσει μια μηχανή συνεχούς κίνησης. Το 1655, μία από τις αποτυχημένες προσπάθειές του ήταν ένας περιστρεφόμενος τροχός με σχεδόν μηδενική τριβή.
Ιστορία της ρουλέτας: 19ος-21ος αιώνας
Ο γνωστός τροχός, οι κανόνες και το όνομα εμφανίστηκαν στα καζίνο στο Παρίσι, στη Γαλλία, τη δεκαετία του 1790. Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα,η ρουλέτα έγινε ένα δημοφιλές παιχνίδι καζίνο στην Ευρώπη χάρη στους γάλλους αδερφούς Francois και Louis Blanc. Το 1843, άνοιξαν το καζίνο Kursaal στο Bad Homburg, διαθέτοντας έναν νέο τροχό με ένα μηδενικό. Το 1863, ο Francois Blanc απέκτησε άδεια για τυχερά παιχνίδια στο Μονακό, καθιστώντας το Μόντε Κάρλο τον κορυφαίο προορισμό καζίνο πριν από τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο τροχός ρουλέτας με ένα μηδενικό των αδερφών Blanc έκανε το παιχνίδι τόσο δημοφιλές (και κερδοφόρο, ακόμα και με το μικρότερο πλεονέκτημα για το καζίνο) που βγήκε ο θρύλος ότι τα αδέρφια έκαναν συμφωνία με το διάβολο, πουλώντας τις ψυχές τους για 'το μυστικό του τροχού'. Ο θρύλος περιλαμβάνει την επισήμανση ότι το άθροισμα των αριθμών στον τροχό της ρουλέτας είναι 666. (Βέβαια, ο θρύλος εύκολα αγνοεί ότι η καινοτομία των Blancs, η αφαίρεση των 00, δεν αλλάζει το άθροισμα.)
Η τρέχουσα δημοτικότητα του blackjack οφείλεται στη βασανιστική πιθανότητα οι παίκτες να κερδίσουν πλεονέκτημα και να αποδειχτούν εξυπνότεροι του καζίνο. Το μπεστ-σέλερ του Dr. Edward O. Thorp's, Beat the Dealer, αύξησε δραματικά το επίπεδο ικανοτήτων και τον αριθμό των παικτών στο blackjack σε καζίνο. Το blackjack είναι επίσης, εδώ και 50 χρόνια, το αγαπημένο παιχνίδι καζίνο των μαθηματικών και των αναλυτών. Για το blackjack έχουν γραφτεί τα περισσότερα από οποιοδήποτε άλλο παιχνίδι καζίνο. Πριν από τη διάδοση του online πόκερ, το blackjack ήταν πολύ πιο δημοφιλές θέμα προς ανάλυση από το πόκερ.
Παρά την όλη ανάλυση, οι περισσότεροι συγγραφείς του blackjack έχουν δώσει λίγη προσοχή στην ιστορία του blackjack. Το 2006, η αυθεντία του blackjack, Arnold Snyder, στο The Big Book of Blackjack (Cardoza Publishing) έκανε έρευνα σχετικά με την προέλευση του blackjack και τα προγενέστερα παιχνίδια. Ο David Parlett, ένας βρετανός συγγραφέας και εφευρέτης παιχνιδιών, έχει δημοσιεύσει σε βιβλία και online αρκετά δεδομένα σχετικά με την ιστορία του blackjack.
Τα ακόλουθα χαρακτηριστικά ορίζουν το blackjack: τράπουλα, παίκτης vs. ντίλερ, ο νικητής καθορίζεται από την αριθμητική αξία των φύλλων.
Ιστορία του blackjack: Πρώιμα χρόνια
Το παλαιότερο παιχνίδι με αυτά τα στοιχεία ήταν ένα ισπανικό παιχνίδι που ονομαζόταν veintiuna (21). Ο Μιχαήλ Θερβάντες, ευρύτερα γνωστός για τον Δον Κιχώτη, έγραψε το Rinconete & Cartadillo, που δημοσιεύθηκε ως ένα από τα δώδεκα Υποδειγματικά Μυθιστορήματά του το 1613. Ένα τυχερό παιχνίδι που ονομαζόταν veintiuna εμφανίζεται σε γραπτά από το 1440 (αν και υπάρχουν αρκετά παιχνίδια με αυτό το όνομα που δεν έχουν σχέση με blackjack).
Μια παραλλαγή αυτού του παιχνιδιού ονομαζόταν bone ace στην Αγγλία κατά τη διάρκεια του 17ου αιώνα. Στην ιστορία του Θερβάντες και στο bone ace όπως περιγράφεται από τον Charles Cotton στο The Complete Gamester (1674), ένας άσος μπορεί να μετρήσει ως ένα ή έντεκα. Ένας γαλλικός προκάτοχος του blackjack που ονομαζόταν quinze (15) εμφανίστηκε για πρώτη φορά τον 16ο αιώνα και ήταν δημοφιλής σε καζίνο της Γαλλίας τον 19ο αιώνα. Ένα ιταλικό παιχνίδι χαρτιών που ονομαζόταν settee e mezzo (7 & 1/2) παιζόταν από το ξεκίνημα του 17ου αιώνα. Το sette e mezzo διέθετε μια τράπουλα 40 φύλλων (χωρίς τα οχτάρια, τα εννιάρια και τα δεκάρια). Τα υπόλοιπα φύλλα αντιστοιχούσαν στην αριθμητική τους αξία. Τα φύλλα με φιγούρες μετρούσαν ως ένα μισό.
Ένα άλλο γαλλικό παιχνίδι, το trente-et-quarante (30 & 40), παιζόταν στο Spa Casino στο Βέλγιο το 1780. Το trente-et-quarante, σε αντίθεση με τα περισσότερα από αυτά τα παλιότερα παιχνίδια, ήταν 'house banked', που σημαίνει ότι το καζίνο έπαιζε εναντίον των παικτών, λαμβάνοντας ή εξοφλώντας πονταρίσματα σε παίκτες. Αυτό το παιχνίδι ήταν επίσης η πρώτη έκδοση που προσέφερε ένα ποντάρισμα ασφάλειας.
Oι κανόνες του σύγχρονου blackjack έδεσαν μαζί στο γαλλικό παιχνίδι vingt-un (ή vingt-et-un ‘21’) στα μέσα του 18ου αιώνα. Λάτρεις που προωθούσαν το παιχνίδι στη Γαλλία στα τέλη του 1700 και στις αρχές του 1800 περιελάμβαναν τη Μαντάμ Ντυμπαρύ και τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη.
Ιστορία του blackjack: 19ος-21ος αιώνας
Στην Αμερική του 19ου αιώνα, τα καζίνο τελικά υιοθέτησαν δυο κανόνες για να κάνουν το παιχνίδι πιο ευνοϊκό για τους παίκτες: επέτρεψαν στους παίκτες να βλέπουν ένα από τα φύλλα του ντίλερ και απαίτησαν από τον ντίλερ να τραβάει σε χέρια με σύνολο 16 και κάτω, και να σταματά σε 17 και πάνω. Στις αρχές του 20ου αιώνα το παιχνίδι έγινε περισσότερο γνωστό ως blackjack, λόγω μιας προσφοράς (που δοκιμάστηκε για λίγο και έχει σταματήσει εδώ και πολύ καιρό) που πλήρωνε ένα μπόνους αν ο παίκτης έκανε 21 με άσο μπαστούνι και μαύρο βαλέ (σπαθί ή μπαστούνι) .
Μετά από μια δημοφιλή ακαδημαϊκή έρευνα από τον Dr. Thorp και μεταγενέστερους παίκτες και αναλυτές, το blackjack έγινε το πιο δημοφιλές παιχνίδι τραπεζιού στα καζίνο. Παρά το γεγονός ότι τα καζίνο επωφελήθηκαν από την ανάπτυξη της βασικής στρατηγικής και το μέτρημα φίλων, έχουν αποθαρρύνει γενικά την πρακτική. Παρότι πολλές δικαστικές αποφάσεις έχουν αποδείξει ότι η καταμέτρηση των φύλλων δεν αποτελεί κάποια μορφή εξαπάτησης, τα καζίνο στις περισσότερες χώρες έχουν το δικαίωμα να απαγορεύσουν την είσοδο σε παίκτες για οποιοδήποτε λόγο. Μεμονωμένα καζίνο επίσης τροποποιούν τους κανόνες του blackjack (μερικές φορές διαφέρουν από τραπέζι σε τραπέζι): διαφορετικοί αριθμοί στις τράπουλες που χρησιμοποιούνται, ο ντίλερ να τραβά ή να σταματά σε Soft 17, όρια σε χωρισμό και διπλασιασμό και προσφορά ή μη προσφορά παραίτησης.
Βιβλία όπως το The Big Player (1977) του Ken Uston και το Bringing Down the House (2002) του Ben Mezrich περιγράφουν τις περιουσίες που δημιουργήθηκαν (και μερικές φορές χάθηκαν) από ομάδες που μετρούσαν φύλλα στο blackjack. Το βιβλίο του Mezrich έγινε η δημοφιλής ταινία 21.
Η λέξη craps (ζάρια) είναι μια αμερικανοποιημένη παραλλαγή της λέξης crabs από το 19ο αιώνα της Γαλλίας. Ο όρος crabs χρησιμοποιούταν για τον διπλό άσο, τη μικρότερη δυνατή ζαριά στο hazard, το παιχνίδι με ζάρια από το οποίο εξελίχθηκε το σύγχρονο παιχνίδι με τα ζάρια. Παρομοίως, η γαλλική λέξη crapaud, ή toad, αναφερόταν στη στάση σώματος που είχαν οι άνθρωποι όταν έπαιζαν ζάρια, έκαναν ένα βαθύ κάθισμα στο πάτωμα ή το πεζοδρόμιο για να βλέπουν καλύτερα τις ζαριές.
Ιστορία των ζαριών: Πρώιμα χρόνια
Παιχνίδια με ζάρια, ωστόσο, υπήρχαν από την αρχή της καταγεγραμμένης ιστορίας. Οι αρχαιολόγοι έχουν βρει εξάπλευρα ζάρια στη Μεσοποταμία (βόρειο Ιράκ) που χρονολογούνται στο 3000 π.Χ., τα οποία ήταν σημαδεμένα με κουκκίδες αντί με αριθμούς, ζάρια από την Πομπηία και ζάρια από ασβεστόλιθο στην Αίγυπτο από το 600 π.Χ. Ορισμένα ζάρια σμιλεύτηκαν από τετραγωνοποιημένα κόκαλα άρθρωσης γουρουνιών και πτέρνα προβάτου, γι' αυτό και ο αρχικός όρος rolling the bones (κυλώντας τα κόκαλα). Πολλοί Ρωμαίοι αυτοκράτορες ήταν λάτρεις των ζαριών. Ο Ιούλιος Καίσαρας είπε τη διάσημη φράση, διασχίζοντας τον ποταμό Ρουβίκωνα, 'ο κύβος ερρίφθη'. Ο Κλαύδιος παρήγγειλε ένα ειδικό τραπέζι για να ρίχνει ζάρια όσο ταξίδευε στην άμαξά του. Ο Καλιγούλας είχε τη φήμη αυτού που χάνει. Ο Νέρων είναι γνωστό ότι πόνταρε το θησαυροφυλάκιο του λαού του σε μερικές ζαριές.
Η αραβική χερσόνησος είχε ένα παιχνίδι με ζάρια που ονομαζόταν azzahr που μετατράπηκε στο hazard. Οι παλαιότερες μορφές του hazard καταγράφηκαν τον 12ο αιώνα και αναφέρονται ακόμα και στο βιβλίο του Τσόσερ Canterbury Tales, αλλά το παιχνίδι χρονολογείται στις Σταυροφορίες. Το περίπλοκο παιχνίδι του hazard εξελίχθηκε στο πέρασμα των χρόνων σε ένα παιχνίδι τραπεζιού που εύκολα μπορούσε να ενταχθεί στα παιχνίδια των πρώτων καζίνο. Οι Γάλλοι παίκτες έφεραν το παιχνίδι στην Αμερική μέσω της Νέας Ορλεάνης.
Ιστορία των ζαριών: 19ος-21ος αιώνας
Τα σημερινά ζάρια ξεκίνησαν να διαμορφώνονται όταν ο John H. Winn εισήγαγε την επιλογή πονταρίσματος 'don't pass' για να δώσει στο καζίνο πλεονέκτημα χωρίς να καταφεύγει σε εξαπάτηση, ένα πρόβλημα στα αμερικάνικα παιχνίδια καζίνο το 19ο αιώνα που πρόσφεραν μικρό πλεονέκτημα στο καζίνο. Αν και τα ζάρια είναι πιο απλοποιημένο από το hazard από το οποίο προέρχονται, η εξέλιξη του παιχνιδιού συνέχισε να προσφέρει πολλές επιλογές πονταρίσματος και μια συνολική ατμόσφαιρα πονταρίσματος που βασιζόταν στον shooter των ζαριών για να κερδίσουν οι παίκτες. Οι στρατιώτες κατά τη διάρκεια του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου διέδωσαν το παιχνίδι παίζοντας σε μια κουβέρτα του στρατού για να μην πέσουν τα ζάρια.
Οι μηχανές κερμάτων στα καζίνο και σε άλλες εγκαταστάσεις τυχερών παιχνιδιών αναπτύχθηκαν ταυτόχρονα στην Αγγλία και τις Η.Π.Α. την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα. Και στα δύο μέρη, οι μηχανές slot έγιναν δημοφιλείς στο πλαίσιο της τάσης για "αυτόματες" μηχανές στην καθημερινή ζωή. Η γενιά που εισήγαγε τις μηχανές slot δημιούργησε επίσης τους φωνογράφους, τις ταινίες, τις ταμειακές μηχανές και τις μηχανές αυτόματης πώλησης.
Το 1890, το Punch σατίρισε την καθημερινή ζωή στο άμεσο μέλλον 'From the Diary of the Automatically Conducted'. Το άρθρο ξεκινά ως εξής '7 A.M. turned out of automatically constructed bed and deposited on the floor. Σηκώνομαι και εκσφενδονίζομαι σε μια καρέκλα αυτόματης ένδυσης, πλυσίματος και ξυρίσματος, μετά την οποία ντύνομαι από μια αυτόματη μηχανή ένδυσης, μεταφέρομαι με ένα ελικοειδές ασανσέρ στην τραπεζαρία όπου ταΐζομαι από έναν ιδιωτικό αυτόματο προμηθευτή πρωινού".
Τα slots της περιόδου 1900-1960 είχαν τα παρακάτω κοινά χαρακτηριστικά: μια σχισμή για να μπαίνει ένα μόνο κέρμα, ένα παράθυρο όπου υπήρχαν τρεις τροχοί με ποικιλία συμβόλων, έναν μοχλό έλξης που εκκινούσε την αλληλουχία των περιστροφών των μηχανικών τροχών, πληρωμές για την ευθυγράμμιση συγκεκριμένων συνδυασμών συμβόλων και αυτόματη πληρωμή σε κέρματα από τη μηχανή.
Η Αγγλία παραχώρησε τις πρώτες ευρεσιτεχνίες για παιχνίδια με περιστρεφόμενους τροχούς που λειτουργούσαν με κέρματα. Το 1887, ο William Oliver ανέπτυξε ένα παιχνίδι ιπποδρομίας στο οποίο τα αλογάκια (παιχνίδια) κινούνταν σε ομόκεντρους τροχούς. Δύο χρόνια αργότερα, ο Anthony Harris εφηύρε την πατέντα για ένα παιχνίδι τοίχου με περιστρεφόμενο καντράν.
Την ίδια στιγμή, μια ομάδα μηχανικών του Σαν Φρανσίσκο με αρχηγό τον Charles Fey δημιούργησαν τις πρώτες αναγνωρίσιμες μηχανές slot. Το Liberty Bell του Fey έγινε η βάση (ακόμα και το όνομα) για διάσημες μηχανές slot για αρκετές δεκαετίες. Αυτή η γενιά μηχανών διέθετε τρεις περιστρεφόμενους τροχούς, έναν μοχλό έλξης, παιχνίδι με ένα κέρμα και πληρωμές για όμοια σύμβολα ανάμεσα σε κούπες, μπαστούνια, καρό, πέταλα και ζώνες. Κάθε τροχός περιελάμβανε 10 σύμβολα, δημιουργώντας 1.000 συνδυασμούς το μέγιστο. Οι αρχικές μορφές απαιτούσαν πληρωμές χεριών, η μεγαλύτερη από τις οποίες ήταν είκοσι κέρματα των πέντε λεπτών για την ευθυγράμμιση τριών ζωνών. Μέσα σε μια δεκαετία, οι μηχανές του Fey περιελάμβαναν τροχούς που σταματούσαν διαδοχικά (αυξάνοντας την αγωνία των παικτών) και αυτόματες πληρωμές.
Την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα, ο Herbert Mills από το Σικάγο, του Ιλινόις των Η.Π.Α., δημιούργησε μηχανές slot που αντέγραφαν αυτή του Fey αλλά πρόσθεσε χαρακτηριστικά για να γλιτώσει νομικές κυρώσεις. Οι μηχανές του Mills επέκτειναν τους τροχούς στα 20 σύμβολα, δημιουργώντας 8.000 πιθανούς συνδυασμούς. (Για να κάνει τις μηχανές να φαίνονται διαφορετικές από του Fey, ο Mills συμπεριέλαβε σύμβολα κερασιών, πορτοκαλιών, λεμονιών και δαμάσκηνων, παίρνοντας έτσι το όνομα 'φρουτάκια' το οποίο παραμένει δημοφιλές έως και σήμερα, ειδικά στη Μεγάλη Βρετανία.) Επίσης είχαν μεγαλύτερα παράθυρα προβολής, επομένως οι παίκτες μπορούσαν να δουν τα "near misses" τους πάνω και κάτω από τη γραμμή πληρωμής.
Ο Bally έφερε την επανάσταση στις μηχανές slot τη δεκαετία του 1960 ξεκινώντας με ένα παιχνίδι που ονομάζεται Money Honey. Το Money Honey έκανε την εμφάνισή του στα τέλη του 1963. Εκμεταλλευόμενος τις εξελίξεις στα ηλεκτρονικά, οι μηχανές του Bally μεταποίησαν τα slots στην εικόνα του Las Vegas Strip: φωτεινά χρώματα, λαμπερά φώτα, δυνατοί ήχοι και η υπόσχεση γρήγορης δράσης. Το Money Honey είχε επίσης και coin hopper (έναν χώρο που είχε χωρητικότητα 2.500 ή περισσότερα κέρματα) και έναν μεταλλικό δίσκο στο κάτω μέρος, στον οποίο έπεφταν οι πληρωμές κάνοντας θόρυβο, με ρυθμό 6 κέρματα ανά δευτερόλεπτο. Έως το 1968, ο Bally παρείχε το 94% των slots στα καζίνο της Νεβάδα. Αυτές οι μηχανές εισήγαγαν επίσης και το παιχνίδι με πολλαπλά κέρματα.
Η επιτυχία του Bally έκανε τις μηχανές slot ακόμα πιο δημοφιλείς στο Λας Βέγκας, δημιουργώντας ανταγωνισμό στη δημιουργία διαφορετικών και καλύτερων μηχανών. Τα ηλεκτρικά χαρακτηριστικά του Money Honey ξεκίνησαν την τάση στα slots για πιο ηλεκτρονικά και τελικά ψηφιακά συστατικά.
Το 1979, ο διανομέας Bally William 'Si' Redd ξεκίνησε το International Gaming Technology (IGT), το οποίο κυριάρχησε στις καινοτομίες και τις πωλήσεις των μηχανών slot έως το τέλος της δεκαετίας. Λίγο μετά την ίδρυση του IGT, παρουσιάστηκαν τα πρώτα slots video poker.
Στο μεταξύ, ένας τεχνικός υπολογιστών ονόματι Inge Telnaes σχεδίασε ένα πρόγραμμα υπολογιστή που έτρεχε slots βάσει μιας γεννήτριας τυχαίων αριθμών (RNG) αντί της φυσικής περιστροφής των τροχών. Αυτό το πρόγραμμα 'εικονικών τροχών' κατέστησε δυνατή την προσφορά τεράστιων jackpot με αστρονομικές πληρωμές ενώ εξακολουθούσε να λειτουργεί κερδοφόρα. Το IGT αδειοδότησε αυτή την τεχνολογία το 1984. Το 1986, εισήγαγε τα Megabucks, το μεγαλύτερο και διασημότερο προοδευτικό jackpot slot. Τα Megabucks συνέδεαν τις μηχανές σε όλη την πολιτεία της Νεβάδας.
Το 1992, ο Bally εισήγαγε το Game Maker, μια μηχανή video slot που έδινε στους παίκτες τη δυνατότητα να επιλέξουν ανάμεσα σε διαφορετικά παιχνίδια slot (και παιχνίδια video poker) και χρηματικά ποσά. Το Game Maker και η επιτυχία του IGT στα παιχνίδια video poker οδήγησαν στην αυξημένη χρήση video animation (με κουμπιά και τελικά με οθόνες αφής να μεγεθύνονται αλλά να μην αντικαθιστούν εντελώς τους μοχλούς έλξης).
Στα τέλη του 1990, τα slots άρχισαν να προσφέρουν πολλαπλές γραμμές πληρωμής και bonus events ενεργοποιώντας επιπλέον οθόνες ή χαρακτηριστικά παιχνιδιού. Η Aristocrat Leisure Ltd. της Αυστραλίας ήταν ο πρωτοπόρος στα video slots (γνωστά και ως Pokies στην Αυστραλία) προσφέροντας πολλαπλές γραμμές πληρωμής. Το WMS Gaming, με τη διάσημη μηχανή video slot Reel 'Em In, ανέπτυξε επίσης ενδιαφέρον στο video animation και τα bonus events.
Ένα αρχικό χαρακτηριστικό μπόνους ήταν ένας τροχός σε στιλ ρουλέτας στο πάνω μέρος της μηχανής, ο οποίος ενεργοποιούταν από έναν συγκεκριμένο συνδυασμό τροχών. Ο Bally αρχικά πρόσφερε αυτό το μπόνους με το Wheel of Gold. Το 1997, το IGT αδειοδότησε τη χρήση του δημοφιλούς αμερικάνικου τηλεοπτικού σόου Wheel of Fortune (Τροχός της τύχης) για μηχανές slot. Οι μηχανές του Wheel of Fortune ενσωμάτωσαν την εμφάνιση του τροχού του τηλεοπτικού σόου και τον ήχο κοινού να τραγουδά 'wheel … of … fortune!' όταν οι παίκτες πετύχαιναν το συνδυασμό που τους επέτρεπε να γυρίσουν τον τροχό. Το Wheel of Fortune έγινε η πιο διάσημη μηχανή slot όλων των εποχών. Συνόδευσε επίσης την εποχή των θεματικών μηχανών. Το 1998, το IGT πρόσφερε τα πρώτα slots Elvis.
Τα τελευταία αρκετά χρόνια έχει ολοκληρωθεί η μετατροπή των slots. Αν και οι μηχανές αρχικά έμοιαζαν και δούλευαν όπως οι μηχανές αυτόματης πώλησης, πλέον έχουν την καθαρή αλλά περίπλοκη σχεδίαση προσωπικών υπολογιστών και συστημάτων home games και διασκέδασης. Όπως τα chips αντικατέστησαν τα μετρητά σε άλλα παιχνίδια καζίνο, οι μονάδες και τα εισιτήρια αντικατέστησαν τα κέρματα στα slots. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, οι μηχανές ξεκίνησαν να περιλαμβάνουν ψηφιακούς μετρητές που κατέγραφαν τα κέρματα που έμπαιναν και αυτά που οφείλονταν σε παίκτες. Στην επόμενη δεκαετία, τα slots ξεκίνησαν να δέχονται μετρητά πέρα από κέρματα και μεταλλικές μάρκες. (Πολλά επίγεια καζίνο λειτουργούν πλέον χωρίς κέρματα.) Η μετάβαση από τα κέρματα ολοκληρώθηκε όταν τα slots απαλλάχθηκαν από τα coin hoppers και αντικαταστάθηκαν από το πρόγραμμα ανάγνωσης TITO (ticket-in/ticket-out). Οι παίκτες μπορούν να βάλουν μετρητά ή εισιτήρια που αντιστοιχούν σε μονάδες. Η μηχανή διανέμει εισιτήρια μονάδων αντί για κέρματα. Τα περίπτερα στα καζίνο,που μοιάζουν με ATM, βοηθούν τους παίκτες να αλλάξουν τα μετρητά τους με εισιτήρια μονάδων και να εξαργυρώσουν εισιτήρια σε μετρητά.
Ιστορία του baccarat: Πρώιμα χρόνια
Οι ρίζες του baccarat χρονολογούνται στα τέλη του 15ου αιώνα. Το ιταλικό παιχνίδι baccarà (που σημαίνει μηδέν) ήταν δημοφιλές σε πολλές ιταλικές πόλεις και οι Γάλλοι το δανείστηκαν και άλλαξαν το όνομα σε baccarat. Καθώς οι παίκτες καζίνο στην Ευρώπη ήθελαν να παίζουν περισσότερα παιχνίδια με τράπουλα, το baccarat κέρδιζε όλο και περισσότερο έδαφος.
Ιστορία του baccarat: 19ος-21ος αιώνας
Το παιχνίδι έγινε πιο δημοφιλές κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Sun King, Louis XIV, ο οποίος το εισήγαγε στην αριστοκρατία. Το baccarat συμμετείχε επίσης στα παιχνίδια καζίνο που προσέφερε η Βρετανία τον 18ο αιώνα. Ήταν επίσης γνωστό στο Μόντε Κάρλο τον 19ο αιώνα.
Το baccarat έλαβε το σύγχρονο χαρακτήρα του κομψού παιχνιδιού καζίνο με τα υψηλά stakes από τις ταινίες του James Bond. Ο υπερκατάσκοπος παίζει baccarat στις ταινίες Dr. No (1962), Thunderball (1965), Casino Royale (1967), On Her Majesty's Secret Service (1969), For Your Eyes Only (1981), License to Kill (1989) και Goldeneye (1995).
Σήμερα τρεις εκδοχές του baccarat παραμένουν δημοφιλείς. Τα baccarat chemin de fer και banque παραμένουν δημοφιλή στη Γαλλία και το Μόντε Κάρλο, ενώ το punto banco είναι γνωστό στα καζίνο της Βόρειας Αμερικής καθώς και σε σε ορισμένα του Ηνωμένου Βασιλείου. Όλα τα παιχνίδια παίζονται σχεδόν το ίδιο, με ορισμένες διαφορές στον τρόπο που μοιράζονται τα φύλλα. Ενώ τα τμήματα high roller των καζίνο προσφέρουν μία από αυτές τις εκδοχές, τα καζίνο για συμβατικούς παίκτες προσφέρουν mini baccarat, ένα μικρότερο τραπέζι με χαμηλότερα όρια.